αφροδισιακά

αφροδισιακά
Τα φάρμακα, βότανα κλπ. που χρησιμοποιούνται για την τόνωση της ερωτικής επιθυμίας ή την αύξηση της ερωτικής διέγερσης. Πολλά από αυτά έχουν πρόσκαιρα αποτελέσματα και όχι σπάνια προκαλούν διάφορες παρενέργειες στον οργανισμό. Τέτοιου είδους παρασκευάσματα είναι η κανθαρίνη, η νοβοκαΐνη κλπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀφροδισιακά — Ἀφροδισιακός sexual neut nom/voc/acc pl Ἀφροδισιακά̱ , Ἀφροδισιακός sexual fem nom/voc/acc dual Ἀφροδισιακά̱ , Ἀφροδισιακός sexual fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιακάς — Ἀφροδισιακά̱ς , Ἀφροδισιακός sexual fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Афродизиак — Не следует путать с Aphrodisiac  «песней Элефтерии Элефтериу». Афродизиаки (греч. Αφροδισιακά, от имени древнегреческой богини Афродиты[1])  вещества природного происхождения, стимулирующие половое влечение и половую активность, в… …   Википедия

  • αφροδισιακός, -ή — ό αυτός που έχει να κάνει με τη γενετήσια ορμή: Τα τελευταία χρόνια επινοήθηκαν αρκετά αφροδισιακά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”